- προαφανιζομαι
- προαφανίζομαιπρο-ᾰφᾰνίζομαι(ранее) пропадать
(οἱ καρποὴ διὰ τέν ἀνομβρίαν προηφανισμένοι Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(οἱ καρποὴ διὰ τέν ἀνομβρίαν προηφανισμένοι Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προαφανισθείσης — προαφανίζομαι disappear before aor part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαφανισθῆναι — προαφανίζομαι disappear before aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)